πνευματόρριζα

πνευματόρριζα
η, Ν
χημ. παλαιότερη ονομασία τών αλκυλίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πνεύμα, -ατος + ρίζα. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Α. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”